αμμοδύτης

αμμοδύτης
I
(ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος. Το σχήμα του σώματος είναι μακρουλό, λεπτό και κυλινδρικό, με μακρύ και κωνικό κεφάλι. Έχουν χρώμα ασημένιο και είναι γυμνά ή καλύπτονται από μικρά λέπια. Δεν έχουν δόντια, κοιλιακά πτερύγια και νηκτική κύστη. To φθινόπωρο πλησιάζουν τις ακτές για να αποθέσουν τα αβγά τους στην άμμο, οπότε γίνονται λεία μεγάλων ψαριών ή θαλασσινών πουλιών. Ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.
Κυριότερα είδη είναι o α. ο τωβιανός,που έχει μήκος 10-20 εκ. και γαλαζοπράσινο χρώμα, με μία κιτρινωπή κηλίδα στην ουρά, ο α. ο λογχοειδής,που είναι λίγο μεγαλύτερος από τον προηγούμενο, και ο α. η λόγχη.
II
(ammodytes). Φίδι που ονομάζεται επιστημονικά έχιδνα η α.Ζει στη Β και ΝΑ Ευρώπη και στη Μ. Ασία. Συναντάται κυρίως στα χωράφια και στα αμπέλια και το τσίμπημά του είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο. Φτάνει σε μήκος τα 50 έως 70 εκ. και χαρακτηρίζεται από μία κεράτινη προεξοχή που βρίσκεται όρθια επάνω στο ρύγχος. Τρέφεται με σαύρες και πουλιά. Το θηλυκό γεννά τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο. Λέγεται και θεριό.
* * *
ἀμμοδύτης, ο (Α)
αυτός που εισδύει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁμμοδύτης — ἀμμοδύτης , ἀμμοδύτης sand burrower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοδύτης — sand burrower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοδύται — ἀμμοδύτης sand burrower masc nom/voc pl ἀμμοδύτᾱͅ , ἀμμοδύτης sand burrower masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοδυτῶν — ἀμμοδύτης sand burrower masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοδύτου — ἀμμοδύτης sand burrower masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοδύτας — ἀμμοδύτᾱς , ἀμμοδύτης sand burrower masc acc pl ἀμμοδύτᾱς , ἀμμοδύτης sand burrower masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • amodita — (Del lat. ammodytes < gr. ammodites < ammos, arena + dytes, que se sumerge.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Especie de víbora muy peligrosa. SINÓNIMO alicante * * * amodita (del lat. «ammodўtes», del gr. «ammodýtēs») f. *Alicante (víbora).… …   Enciclopedia Universal

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • οφιδίδες — (Ophididae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης των περκόμορφων. Περιλαμβάνει πολυάριθμα ψάρια μικρού ή μεσαίου μεγέθους με μακρόστενο σώμα, γυμνό ή σκεπασμένο με λέπια. Τα περισσότερα από αυτά ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες, κοντά στις… …   Dictionary of Greek

  • amodita — (Del lat. ammody̆tes, y este del gr. ἀμμοδύτης). f. alicante (ǁ víbora) …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”